πατρικός

πατρικός
-ή,-όν A 4-5-0-0-4=13 Gn 50,8; Lv 22,13; 25,41; Nm 36,8; Jos 6,25
of one’s father Gn 50,8; of one’s father’s tribe Nm 36,8
ἐν τοῖς πατρικοῖς in one’s father’s house Sir 42,10

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατρικός — derived from one s fathers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… …   Dictionary of Greek

  • πατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα: Πατρικό όνομα. 2. αυτός που προέρχεται από τον πατέρα: Πατρική κληρονομιά, ευχή κτλ. 3. στοργικός: Πατρικό ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατρικά — πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc pl πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc/acc dual πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικῶν — πατρικός derived from one s fathers fem gen pl πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικόν — πατρικός derived from one s fathers masc acc sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικώτατον — πατρικός derived from one s fathers masc acc superl sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικαῖς — πατρικός derived from one s fathers fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικαί — πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικοῖς — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικοῖσι — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”